πατημασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατημασιά | οι | πατημασιές |
| γενική | της | πατημασιάς | των | πατημασιών |
| αιτιατική | την | πατημασιά | τις | πατημασιές |
| κλητική | πατημασιά | πατημασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πατημασιές στην άμμο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ti.maˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τη‐μα‐σιά
Ουσιαστικό
πατημασιά θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πατώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.