θήραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θήραμα | τα | θηράματα |
| γενική | του | θηράματος | των | θηραμάτων |
| αιτιατική | το | θήραμα | τα | θηράματα |
| κλητική | θήραμα | θηράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θήραμα < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
θήραμα ουδέτερο
- το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι
- το ζώο που κυνηγούν οι κυνηγοί
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.