θήραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θήραμα τα θηράματα
      γενική του θηράματος των θηραμάτων
    αιτιατική το θήραμα τα θηράματα
     κλητική θήραμα θηράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θήραμα < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

θήραμα ουδέτερο

  1. το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι
  2. το ζώο που κυνηγούν οι κυνηγοί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.