ίχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ίχνος | τα | ίχνη |
| γενική | του | ίχνους | των | ιχνών |
| αιτιατική | το | ίχνος | τα | ίχνη |
| κλητική | ίχνος | ίχνη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ίχνη (1) ανθρώπου σε άμμο
Ετυμολογία
- ίχνος < αρχαία ελληνική ἴχνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ei (πηγαίνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.xnos/
Ουσιαστικό
ίχνος ουδέτερο
- το αποτύπωμα που αφήνει στο έδαφος οτιδήποτε κινείται (άνθρωπος, ζώο, όχημα)
- (μεταφορικά) οτιδήποτε απομένει από το πέρασμα ενός ανθρώπου ή μιας κατάστασης
- από τότε που ο θείος μετανάστευσε στην Αμερική έχουμε χάσει τα ίχνη του
- αυτό το τραγικό γεγονός άφησε ανεξίτηλα ίχνη πάνω του
- πολύ μικρή ποσότητα
- βρέθηκαν ίχνη βαρέων μετάλλων στο νερό
- δεν έδειξε ούτε ίχνος μεταμέλειας
- (μαθηματικά) Ορθή προβολή ή ίχνος ενός σημείου Α πάνω σε μιαν ευθεία ε ονομάζεται το σημείο τομής Α' της ευθείας ε με την κάθετη προς αυτήν που διέρχεται από το Α.
Συγγενικά
- ανιχνεύω
- ανίχνευση
- ανιχνευτής
- → δείτε τη λέξη εξιχνιάζω
- ιχνηλάτης
- ιχνηλατώ
- ιχνολογία
- ιχνοστοιχείο
-
ίχνος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ίχνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.