ίχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίχνος τα ίχνη
      γενική του ίχνους των ιχνών
    αιτιατική το ίχνος τα ίχνη
     κλητική ίχνος ίχνη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ίχνη (1) ανθρώπου σε άμμο

Ετυμολογία

ίχνος < αρχαία ελληνική ἴχνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ei (πηγαίνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.xnos/

Ουσιαστικό

ίχνος ουδέτερο

  1. το αποτύπωμα που αφήνει στο έδαφος οτιδήποτε κινείται (άνθρωπος, ζώο, όχημα)
     συνώνυμα: χνάρι
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε απομένει από το πέρασμα ενός ανθρώπου ή μιας κατάστασης
    από τότε που ο θείος μετανάστευσε στην Αμερική έχουμε χάσει τα ίχνη του
    αυτό το τραγικό γεγονός άφησε ανεξίτηλα ίχνη πάνω του
  3. πολύ μικρή ποσότητα
    βρέθηκαν ίχνη βαρέων μετάλλων στο νερό
    δεν έδειξε ούτε ίχνος μεταμέλειας
  4. (μαθηματικά) Ορθή προβολή ή ίχνος ενός σημείου Α πάνω σε μιαν ευθεία ε ονομάζεται το σημείο τομής Α' της ευθείας ε με την κάθετη προς αυτήν που διέρχεται από το Α.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.