πάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάω < μεσαιωνική ελληνική πάγω < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Εκφράσεις
Σημειώσεις
- η ελλειπτική μορφή πα' χρησιμοποιείται, κυρίως προφορικά, για οποιαδήποτε μορφή του πάω (πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε)
- λέω να πα' να φάω κάνα σουβλάκι
- η μορφή πάω είναι ταυτόσημη με το πηγαίνω μόνο στον ενεστώτα (στους υπόλοιπους χρόνους το πάω χρησιμοποιείται για στιγμιαία κίνηση σε αντίθεση με τις μορφές που περιέχουν το "παγ-" ή το "πηγ-" οι οποίες χρησιμοποιούνται για εξακολουθητική κίνηση)
Μεταφράσεις
πάω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.