νήφων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- νήφων (ελληνιστική κοινή) < (ουσιαστικοποιημένη μετοχή) νήφων < αρχαία ελληνική νήφω
Ουσιαστικό
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | νήφων | οἱ/αἱ | νήφονες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | νήφονος | τῶν | νηφόνων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | νήφονῐ | τοῖς/ταῖς | νήφοσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | νήφονᾰ | τοὺς/τὰς | νήφονᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | νῆφον | νήφονες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νήφονε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | νηφόνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
νήφων αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Ετυμολογία 2
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νήφων | ἡ | νήφουσᾰ | τὸ | νῆφον |
| γενική | τοῦ | νήφοντος | τῆς | νηφούσης | τοῦ | νήφοντος |
| δοτική | τῷ | νήφοντῐ | τῇ | νηφούσῃ | τῷ | νήφοντῐ |
| αιτιατική | τὸν | νήφοντᾰ | τὴν | νήφουσᾰν | τὸ | νῆφον |
| κλητική ὦ! | νήφων | νήφουσᾰ | νῆφον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νήφοντες | αἱ | νήφουσαι | τὰ | νήφοντᾰ |
| γενική | τῶν | νηφόντων | τῶν | νηφουσῶν | τῶν | νηφόντων |
| δοτική | τοῖς | νήφουσῐ(ν) | ταῖς | νηφούσαις | τοῖς | νήφουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | νήφοντᾰς | τὰς | νηφούσᾱς | τὰ | νήφοντᾰ |
| κλητική ὦ! | νήφοντες | νήφουσαι | νήφοντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νήφοντε | τὼ | νηφούσᾱ | τὼ | νήφοντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | νηφόντοιν | τοῖν | νηφούσαιν | τοῖν | νηφόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- νήφων: ρηματικός τύπος
Πηγές
- νήφων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νήφων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.