ξεμέθυστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμέθυστος η ξεμέθυστη το ξεμέθυστο
      γενική του ξεμέθυστου της ξεμέθυστης του ξεμέθυστου
    αιτιατική τον ξεμέθυστο την ξεμέθυστη το ξεμέθυστο
     κλητική ξεμέθυστε ξεμέθυστη ξεμέθυστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμέθυστοι οι ξεμέθυστες τα ξεμέθυστα
      γενική των ξεμέθυστων των ξεμέθυστων των ξεμέθυστων
    αιτιατική τους ξεμέθυστους τις ξεμέθυστες τα ξεμέθυστα
     κλητική ξεμέθυστοι ξεμέθυστες ξεμέθυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεμέθυστος < στερητικό ξε- + μεθώ (αοριστικό θέμα μεθυσ-+ κατάληξη ρηματικού επιθέτου -τος

Επίθετο

ξεμέθυστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη  μέθη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.