ανάνηψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάνηψη | οι | ανανήψεις |
| γενική | της | ανάνηψης* | των | ανανήψεων |
| αιτιατική | την | ανάνηψη | τις | ανανήψεις |
| κλητική | ανάνηψη | ανανήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανανήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάνηψη < ελληνιστική ἀνάνηψις < αρχαία ελληνική ἀνανήφω
Ουσιαστικό
ανάνηψη θηλυκό
- η ανάκτηση των αισθήσεων μετά από μια χειρουργική επέμβαση στην οποία ο ασθενής υποβλήθηκε σε νάρκωση
- (με αρνητική ή ελαφρώς ειρωνική χροιά) η επιστροφή κάποιου σε πολιτικό ή ιδεολογικό χώρο ο οποίος θεωρείται επισήμως αποδεκτός ή από τον οποίο είχε αποχωρήσει
Συγγενικά
- ανανηπτικός
- ανανήφω
- νηφάλιος
- νηφαλιότητα
Μεταφράσεις
ανάνηψη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.