νήφω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νήφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁egʷʰ (πίνω) / *n(e)h₁egʷʰ (νηφάλιος)

Ρήμα

νήφω

  1. απέχω από το πιοτό
  2. δεν έχω πιει, είμαι νηφάλιος
  3. (μεταφορικά) είμαι απαθής ή ψύχραιμος ή προσεκτικός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.