νηφάλια
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
νηφάλια <
νηφάλιος
Επίρρημα
νηφάλια
με
ηρεμία
και
αταραξία
με πνευματική
διαύγεια
και
ευθυκρισία
Συγγενικά
νηφαλιότητα
νηφάλιος
Συνώνυμα
ατάραχα
ήρεμα
ψύχραιμα
Μεταφράσεις
νηφάλια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.