μέθη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μέθη | ||
| γενική | της | μέθης | ||
| αιτιατική | τη | μέθη | ||
| κλητική | μέθη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέθη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐θη
Ουσιαστικό
μέθη θηλυκό
Συγγενικά
- αμέθυστος
- ξεμεθάω, ξεμεθώ
- ξεμέθυστος
- μεθάω, μεθώ
- μεθοκοπώ
- μεθυλένιο
- μεθύλιο
- μεθυλο-
- μεθύσι
- μεθυσμένος
- μέθυσος
- μεθύστακας
- μεθυστής
- μεθυστικά
- μεθυστικός
Μεταφράσεις
μέθη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μέθη | αἱ | μέθαι |
| γενική | τῆς | μέθης | τῶν | μεθῶν |
| δοτική | τῇ | μέθῃ | ταῖς | μέθαις |
| αιτιατική | τὴν | μέθην | τὰς | μέθᾱς |
| κλητική ὦ! | μέθη | μέθαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέθᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μέθαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέθυ
Αναφορές
- μέθη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεθώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μέθη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέθη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.