νηφαλιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηφαλιότητα οι νηφαλιότητες
      γενική της νηφαλιότητας των νηφαλιοτήτων
    αιτιατική τη νηφαλιότητα τις νηφαλιότητες
     κλητική νηφαλιότητα νηφαλιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηφαλιότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νηφαλιότητα θηλυκό

  • η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νηφάλιος, η έλλειψη μέθης, η διανοητική διαύγεια
    θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα με νηφαλιότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.