sober
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | sober |
| συγκριτικός | soberer |
| υπερθετικός | soberest |
Επίθετο
sober (en)
- νηφάλιος, ξεμέθυστος, μη μεθυσμένος
- ↪ We’ll talk about it when you’re sober and not drunk like you are now.
- Θα τα πούμε όταν είσαι νηφάλιος κι όχι μεθυσμένος όπως τώρα.
- ↪ I am staying sober.
- Παραμένω ξεμέθυστος.
- ↪ We’ll talk about it when you’re sober and not drunk like you are now.
- νηφάλιος, σοβαρός, για τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους που είναι σοβαρή και λογική
- ↪ a sober estimate - νηφάλιος υπολογισμός
- ↪ He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
- Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
- ↪ He has a very sober look.
- Έχει πολύ σοβαρό ύφος.
- διακριτικός, σοβαρός, για χρώματα ή ρούχα που είναι απλά και όχι φωτεινά
- ↪ sober colors - διακριτικά/σοβαρά χρώματα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.