νευρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νευρικός | η | νευρική | το | νευρικό |
| γενική | του | νευρικού | της | νευρικής | του | νευρικού |
| αιτιατική | τον | νευρικό | τη | νευρική | το | νευρικό |
| κλητική | νευρικέ | νευρική | νευρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νευρικοί | οι | νευρικές | τα | νευρικά |
| γενική | των | νευρικών | των | νευρικών | των | νευρικών |
| αιτιατική | τους | νευρικούς | τις | νευρικές | τα | νευρικά |
| κλητική | νευρικοί | νευρικές | νευρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.png.webp)
ανθρώπινο νευρικό σύστημα
Ετυμολογία
- νευρικός < νεύρο + -ικός < αρχαία ελληνική νεῦρον / νεῦρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική neural). Διαφορετική η ελληνιστική κοινή νευρικός (που πάσχει στους τένοντες)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.vɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρι‐κός
Ουσιαστικό
νευρικός αρσενικό (θηλυκό νευρική & προφορικό νευρικιά)
- αυτός που νευριάζει εύκολα, που δεν παραμένει ψύχραιμος
- (κατ’ επέκταση) ανήσυχος
- (ουσιαστικοποιημένο) νευρικό: ανησυχία, σπαστικές ή νευρικές κινήσεις ή εκδηλώσεις
Μεταφράσεις
που σχετίζεται με το νεύρο
Αναφορές
- νευρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νευρικός | ἡ | νευρική | τὸ | νευρικόν |
| γενική | τοῦ | νευρικοῦ | τῆς | νευρικῆς | τοῦ | νευρικοῦ |
| δοτική | τῷ | νευρικῷ | τῇ | νευρικῇ | τῷ | νευρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | νευρικόν | τὴν | νευρικήν | τὸ | νευρικόν |
| κλητική ὦ! | νευρικέ | νευρική | νευρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | νευρικοί | αἱ | νευρικαί | τὰ | νευρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | νευρικῶν | τῶν | νευρικῶν | τῶν | νευρικῶν |
| δοτική | τοῖς | νευρικοῖς | ταῖς | νευρικαῖς | τοῖς | νευρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | νευρικούς | τὰς | νευρικᾱ́ς | τὰ | νευρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | νευρικοί | νευρικαί | νευρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νευρικώ | τὼ | νευρικᾱ́ | τὼ | νευρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | νευρικοῖν | τοῖν | νευρικαῖν | τοῖν | νευρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νευρικός < αρχαία ελληνική νεῦρ(ον), νεῦρ(α) + -ικός
Επίθετο
νευρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- νευρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.