κινήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κινήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινώ
  2. θα κινήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κινήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.