σύσπαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύσπαση | οι | συσπάσεις |
| γενική | της | σύσπασης* | των | συσπάσεων |
| αιτιατική | τη | σύσπαση | τις | συσπάσεις |
| κλητική | σύσπαση | συσπάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συσπάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύσπαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσπασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική contraction)
Μεταφράσεις
σύσπαση
Πηγές
- σύσπαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σύσπαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.