φαρμακομύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακομύτης η φαρμακομύτα το φαρμακομύτικο
      γενική του φαρμακομύτη της φαρμακομύτας του φαρμακομύτικου
    αιτιατική τον φαρμακομύτη τη φαρμακομύτα το φαρμακομύτικο
     κλητική φαρμακομύτη φαρμακομύτα φαρμακομύτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακομύτηδες οι φαρμακομύτες τα φαρμακομύτικα
      γενική των φαρμακομύτηδων των φαρμακομύτικων
    αιτιατική τους φαρμακομύτηδες τις φαρμακομύτες τα φαρμακομύτικα
     κλητική φαρμακομύτηδες φαρμακομύτες φαρμακομύτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαρμακομύτης < φαρμάκι και μύτη

Επίθετο

φαρμακομύτης, -α, -ικο

  1. κακεντρεχής, που φθονεί, που έχει τόσο φαρμάκι μέσα του, ώστε αυτό στάζει ακόμα κι από τη μύτη του
    πολύ ταιριαστό ζευγάρι: αυτός είναι φαρμακομύτης κι η γυναίκα του φαρμακόγλωσσα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.