μυτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυτιά οι μυτιές
      γενική της μυτιάς των μυτιών
    αιτιατική τη μυτιά τις μυτιές
     κλητική μυτιά μυτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυτιά < μύτ(η) + -ιά

Ουσιαστικό

μυτιά θηλυκό

  1. χτύπημα με τη μύτη
  2. (ειδικότερα) χτύπημα με τη μύτη του παπουτσιού
  3. (ειδικότερα) ράμφισμα
  4. (αργκό) λήψη από τη μύτη πτητικού ή ναρκωτικού σε σκόνη, σνιφάρισμα
      Απ' τη μυτιά που τράβαγα | άρχισα και βελόνι | και το κορμί μου άρχισε | σιγά σιγά να λιώνει (Ανέστος Δελιάς, «Ο πόνος του πρεζάκια»· ρεμπέτικο τραγούδι του 1936)
  5. (αργκό) (συνεκδοχικά) μία δόση
     δείτε και τη λέξη πρέζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.