στραβομύτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στραβομύτης | η | στραβομύτα | το | στραβομύτικο |
| γενική | του | στραβομύτη | της | στραβομύτας | του | στραβομύτικου |
| αιτιατική | τον | στραβομύτη | τη | στραβομύτα | το | στραβομύτικο |
| κλητική | στραβομύτη | στραβομύτα | στραβομύτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στραβομύτηδες | οι | στραβομύτες | τα | στραβομύτικα |
| γενική | των | στραβομύτηδων | — | των | στραβομύτικων | |
| αιτιατική | τους | στραβομύτηδες | τις | στραβομύτες | τα | στραβομύτικα |
| κλητική | στραβομύτηδες | στραβομύτες | στραβομύτικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στραβομύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στραβομύτης. Μορφολογικά αναλύεται σε στραβο- + -μύτης.
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.voˈmi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐βο‐μύ‐της
Μεταφράσεις
στραβομύτης
|
|
Πηγές
- στραβομύτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- στραβομύτης < στραβο- + -μύτης
- Ή και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
στραβομύτης
- στραβομύτης, που έχει στραβή μύτη
- → δείτε παράθεμα στο Στραβομύτης
- ≈ συνώνυμα: στρεβλόρρινος, στρεβλόρριν (λογιότερα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.