μυτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυτίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυτίζω (μυρίζω, πέφτω με τη μύτη) < μύτη
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐τί‐ζω
Ρήμα
μυτίζω, αόρ.: μύτισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχική σημασία, για πουλιά) τσιμπάω με το ράμφος κάτι για να το φάω
- ※ Η Κρουστάλλω […] Ο νους της, γοργόφτερο πουλί κλεισμένο χρόνους και καιρούς στο κλουβί της δυστυχίας, επετούσε τώρα ελεύθερο στον γαλανόν αιθέρα, στη δροσά τ’ ουρανού και τη χάρη του ήλιου, εκαθόταν στ’ ακροκλώναρα των δέντρων, εμύτιζε τους γλυκόχυμους σπόρους κι έλεγε το τραγουδάκι του τρισευτυχισμένο. ⌘ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, κεφάλαιο Ε, 1896, έκδοση τι 1897.
- ≈ συνώνυμα: τσιμπάω, ραμφίζω
- (κατ’ επέκταση) κάνω κάτι οξύ, φτιάχνω αιχμηρή μύτη σε ένα αντικείμενο ξύνοντάς το
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μυτίζω | μύτιζα | θα μυτίζω | να μυτίζω | μυτίζοντας | |
| β' ενικ. | μυτίζεις | μύτιζες | θα μυτίζεις | να μυτίζεις | μύτιζε | |
| γ' ενικ. | μυτίζει | μύτιζε | θα μυτίζει | να μυτίζει | ||
| α' πληθ. | μυτίζουμε | μυτίζαμε | θα μυτίζουμε | να μυτίζουμε | ||
| β' πληθ. | μυτίζετε | μυτίζατε | θα μυτίζετε | να μυτίζετε | μυτίζετε | |
| γ' πληθ. | μυτίζουν(ε) | μύτιζαν μυτίζαν(ε) |
θα μυτίζουν(ε) | να μυτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μύτισα | θα μυτίσω | να μυτίσω | μυτίσει | ||
| β' ενικ. | μύτισες | θα μυτίσεις | να μυτίσεις | μύτισε | ||
| γ' ενικ. | μύτισε | θα μυτίσει | να μυτίσει | |||
| α' πληθ. | μυτίσαμε | θα μυτίσουμε | να μυτίσουμε | |||
| β' πληθ. | μυτίσατε | θα μυτίσετε | να μυτίσετε | μυτίστε | ||
| γ' πληθ. | μύτισαν μυτίσαν(ε) |
θα μυτίσουν(ε) | να μυτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μυτίσει | είχα μυτίσει | θα έχω μυτίσει | να έχω μυτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μυτίσει | είχες μυτίσει | θα έχεις μυτίσει | να έχεις μυτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μυτίσει | είχε μυτίσει | θα έχει μυτίσει | να έχει μυτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μυτίσει | είχαμε μυτίσει | θα έχουμε μυτίσει | να έχουμε μυτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μυτίσει | είχατε μυτίσει | θα έχετε μυτίσει | να έχετε μυτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μυτίσει | είχαν μυτίσει | θα έχουν μυτίσει | να έχουν μυτίσει |
| |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μυτίζω < μύτ(η) + -ίζω < αρχαία ελληνική μύτις
Ρήμα
μυτίζω
Ρηματικοί τύποι
Συγγενικά
- ἀναμυτίζω
- κουτσομυτίζω
- κουτσομύτικος
- μακρομύτικα
- μύτισμα & σύνθετα
- μπρουμυτίζω
→ και δείτε τη λέξη μύτη, μύτις
Πηγές
- μυτίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.