nos

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

nos (bs)



Γαλλικά (fr)

Αντωνυμία

nos (fr)

  • κτητική αντωνυμία, χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν πολλά υποκείμενα και πολλά αντικείμενα: μας



Ισπανικά (es)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

nos (es)

Κλίση

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός1ο yome
2ο teti
3οαρσενικό élloleseél
θηλυκό ellalaella
πληθυντικός1οαρσενικό nosotrosnosnosotros
θηλυκό nosotrasnosotras
2οαρσενικό vosotrososvosotros
θηλυκό vosotrasvosotras
3οαρσενικό ellosloslesseellos
θηλυκό ellaslasellas



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

nos (hr) αρσενικό



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

nos (la)

Κλίση

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

nos (pl) αρσενικό

Συγγενικά

  • nosek
  • nosowo
  • nosowy

Σύνθετα

  • dziób



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

nos (sr)

  • λατινική γραφή του нос



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

nos (sk) αρσενικό



Τσεχικά (cs)

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

nos (cs) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.