πλακουτσομύτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλακουτσομύτα | οι | πλακουτσομύτες |
| γενική | της | πλακουτσομύτας | των | πλακουτσομυτών |
| αιτιατική | την | πλακουτσομύτα | τις | πλακουτσομύτες |
| κλητική | πλακουτσομύτα | πλακουτσομύτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλακουτσομύτα < πλακουτσομύτης + -α < πλακουτσός + -ο- + μύτη + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pla.ku.t͡soˈmi.ta/
Μεταφράσεις
πλακουτσομύτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.