μάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάνα οι μάνες
& μανάδες
      γενική της μάνας των
& μανάδων
    αιτιατική τη μάνα τις μάνες
& μανάδες
     κλητική μάνα μάνες
& μανάδες
Κατηγορία όπως «μάνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάννα < μάμμα < αρχαία ελληνική μάμμη. Δείτε και μαμά.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάνα
τονικό παρώνυμο: μανά

Ουσιαστικό

μάνα θηλυκό

  1. (οικογένεια) η μητέρα, γυναίκα που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
  2. (οικείο) πρωτότυπο (για έγγραφα, κείμενα)
  3. (μεταφορικά) η ξύλινη βάση του χαρταετού
  4. (μεταφορικά) παίκτης με κεντρικό ή ιδιαίτερο ρόλο σε διάφορα παιχνίδια
  5. (μεταφορικά, στο τάβλι) η θέση από όπου "ξεκινάει" κάποιος (στα περισσότερα παιχνίδια)
  6. (λαϊκότροπο) πηγή νερού

Εκφράσεις

  • από τη μάνα του: (για μηχανήματα, υλικά) από κατασκευής
  • είμαι μάνα (σε κάτι): είμαι εξπέρ, έχω μεγάλη επιδεξιότητα (σε κάτι)
  • ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του: (συνήθως για οικονομικά) έχει παράλογες και υπερβολικές απαιτήσεις
  • κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα):
  • να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει / τρώει η μάνα και του παιδιού δε δίνει: για κάτι πολύ νόστιμο
  • όπως τον γέννησε η μάνα του: ολόγυμνος
  • παιδί της μάνας του:
  • πουλάει και τη μάνα του
  • στου διαόλου τη μάνα
  • χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα: για πολύ μπερδεμένες καταστάσεις ή καταστάσεις πανικού

Παράγωγα

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.