μάμμη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μάμμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάμμη
- μάμμα
- μάμμου
Κλιτικοί τύποι
- μάμμηδες (πληθυντικός)
Πηγές
- μάμμη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μάμμη | αἱ | ...?...αι |
| γενική | τῆς | μάμμης | τῶν | μαμμῶν |
| δοτική | τῇ | μάμμῃ | ταῖς | μάμμαις |
| αιτιατική | τὴν | μάμμην | τὰς | μάμμᾱς |
| κλητική ὦ! | μάμμη | ...?...αι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάμμᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μάμμαιν | ||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάμμη < ηχομιμητική λέξη από τα φωνήματα του βρέφους
Ουσιαστικό
μάμμη θηλυκό (στην παιδική γλώσσα)
- μάμμα
Σύνθετα
- μαμμάκυθος (το μαμόθρεφτο αλλά και ο μωρός, ο ανόητος)
Εκφράσεις
- μαμμᾶν αἰτεῖν : ζητάει να φάει (το βρέφος)
Πηγές
- μάμμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάμμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.