μάμμη

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μάμμη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάμμη

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό (στην παιδική γλώσσα)

  1. (οικογένεια) η μητέρα
  2. (οικογένεια) η γιαγιά

  • μάμμα
  • μάμμου

Κλιτικοί τύποι

  • μάμμηδες (πληθυντικός)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάμμη αἱ ...?...αι
      γενική τῆς μάμμης τῶν μαμμῶν
      δοτική τῇ μάμμ ταῖς μάμμαις
    αιτιατική τὴν μάμμην τὰς μάμμᾱς
     κλητική ! μάμμη ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάμμ
γεν-δοτ τοῖν  μάμμαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάμμη < ηχομιμητική λέξη από τα φωνήματα του βρέφους

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό (στην παιδική γλώσσα)

  1. (οικογένεια) παιδική λέξη για τη μητέρα
  2. ο μητρικός μαστός
  3. (οικογένεια) η γιαγιά
     συνώνυμα: προμήτωρ
  4. ηλικιωμένη γυναίκα

  • μάμμα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • μαμμᾶν αἰτεῖν : ζητάει να φάει (το βρέφος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.