παραμάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμάνα | οι | παραμάνες |
| γενική | της | παραμάνας | των | παραμανών |
| αιτιατική | την | παραμάνα | τις | παραμάνες |
| κλητική | παραμάνα | παραμάνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμάνα < παρά + μάνα
- παραμάνα < (άμεσο δάνειο) βενετική paraman
Ουσιαστικό
παραμάνα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που θήλαζε ξένα παιδιά έναντι αμοιβής
- (επάγγελμα) γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα τη φροντίδα και διαπαιδαγώγηση παιδιών, συνήθως σε μικρή ηλικία
- Άστραψεν η ανατολή, / κούνα, παραμάνα, το παιδί / και βρόντησεν η δύση, κούνα το παιδί/ μην τύχει και ξυπνήσει. (Στίχοι από το παραδοσιακό τραγούδι Άστραψεν η ανατολή)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γυναίκα που φροντίζει παιδιά

η παραμάνα
Μεταφράσεις
καρφίτσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.