στου διαόλου τη μάνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /stu‿ði̯aˈo.lu ti‿ˈma.na/

Έκφραση

στου διαόλου τη μάνα

  • (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
    η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.