φτωχομάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτωχομάνα | οι | φτωχομάνες |
| γενική | της | φτωχομάνας | — | |
| αιτιατική | τη | φτωχομάνα | τις | φτωχομάνες |
| κλητική | φτωχομάνα | φτωχομάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φτωχομάνα θηλυκό
- η χώρα ή η περιοχή που ο λαός της είναι φτωχός, που γεννά φτωχούς ανθρώπους
Μεταφράσεις
φτωχομάνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.