μαγιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγιάτικος | η | μαγιάτικη | το | μαγιάτικο |
| γενική | του | μαγιάτικου | της | μαγιάτικης | του | μαγιάτικου |
| αιτιατική | τον | μαγιάτικο | τη | μαγιάτικη | το | μαγιάτικο |
| κλητική | μαγιάτικε | μαγιάτικη | μαγιάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγιάτικοι | οι | μαγιάτικες | τα | μαγιάτικα |
| γενική | των | μαγιάτικων | των | μαγιάτικων | των | μαγιάτικων |
| αιτιατική | τους | μαγιάτικους | τις | μαγιάτικες | τα | μαγιάτικα |
| κλητική | μαγιάτικοι | μαγιάτικες | μαγιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝa.ti.kos/
Συγγενικά
Αναφορές
- μαγιάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.