σχετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχετικός | η | σχετική | το | σχετικό |
| γενική | του | σχετικού | της | σχετικής | του | σχετικού |
| αιτιατική | τον | σχετικό | τη | σχετική | το | σχετικό |
| κλητική | σχετικέ | σχετική | σχετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχετικοί | οι | σχετικές | τα | σχετικά |
| γενική | των | σχετικών | των | σχετικών | των | σχετικών |
| αιτιατική | τους | σχετικούς | τις | σχετικές | τα | σχετικά |
| κλητική | σχετικοί | σχετικές | σχετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Ένα διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων με τρεις πίνακες και τις συσχετίσεις μεταξύ των γραμμών τους. Οι πίνακες Group και Department (και οι αντίστοιχες εγγραφές τους) είναι σχετικοί γιατί συνδέονται με τα κλειδιά depart_it (εξωτερικό) και id (πρωτεύον). Παρόμοια και οι πίνακες Student και Group.
Ετυμολογία
- σχετικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχετικός (σταθερός) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική relatif. Ομόρριζο (θέμα σχε-) το σχέση.
Επίθετο
σχετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με άλλο ή άλλα πράγματα
- ανάλογος, παρόμοιος με κάτι άλλο
- που δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια χωρίς να συγκριθεί με κάτι άλλο
- σχεδόν επαρκής
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη σχετικά
- (βάσεις δεδομένων) οι πίνακες και οι αντίστοιχες εγγραφές (γραμμές) τους που συνδέονται λογικά με την χρήση πρωτευόντων και εξωτερικών κλειδιών (βλ. συσχέτιση, σχέση)
Πολυλεκτικοί όροι
- σχετικός υπερθετικός (γραμματική)
Συγγενικά
- σχετικότητα
- σχέση & συγγενικά
Μεταφράσεις
σχετικός
Πηγές
- σχετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σχετικός | ἡ | σχετική | τὸ | σχετικόν |
| γενική | τοῦ | σχετικοῦ | τῆς | σχετικῆς | τοῦ | σχετικοῦ |
| δοτική | τῷ | σχετικῷ | τῇ | σχετικῇ | τῷ | σχετικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σχετικόν | τὴν | σχετικήν | τὸ | σχετικόν |
| κλητική ὦ! | σχετικέ | σχετική | σχετικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σχετικοί | αἱ | σχετικαί | τὰ | σχετικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σχετικῶν | τῶν | σχετικῶν | τῶν | σχετικῶν |
| δοτική | τοῖς | σχετικοῖς | ταῖς | σχετικαῖς | τοῖς | σχετικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σχετικούς | τὰς | σχετικᾱ́ς | τὰ | σχετικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σχετικοί | σχετικαί | σχετικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχετικώ | τὼ | σχετικᾱ́ | τὼ | σχετικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σχετικοῖν | τοῖν | σχετικαῖν | τοῖν | σχετικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Παράγωγα
- σχετικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σχέσις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σχετικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.