νοεμβριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοεμβριανός η νοεμβριανή το νοεμβριανό
      γενική του νοεμβριανού της νοεμβριανής του νοεμβριανού
    αιτιατική τον νοεμβριανό τη νοεμβριανή το νοεμβριανό
     κλητική νοεμβριανέ νοεμβριανή νοεμβριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοεμβριανοί οι νοεμβριανές τα νοεμβριανά
      γενική των νοεμβριανών των νοεμβριανών των νοεμβριανών
    αιτιατική τους νοεμβριανούς τις νοεμβριανές τα νοεμβριανά
     κλητική νοεμβριανοί νοεμβριανές νοεμβριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοεμβριανός < Νοέμβρι(ος) + -ανός

Επίθετο

νοεμβριανός, -ή, -ό

  1. που γίνεται κατά τον Νοέμβριο
  2. σχετικός με τον Νοέμβριο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.