οκτωβριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκτωβριάτικος η οκτωβριάτικη το οκτωβριάτικο
      γενική του οκτωβριάτικου της οκτωβριάτικης του οκτωβριάτικου
    αιτιατική τον οκτωβριάτικο την οκτωβριάτικη το οκτωβριάτικο
     κλητική οκτωβριάτικε οκτωβριάτικη οκτωβριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκτωβριάτικοι οι οκτωβριάτικες τα οκτωβριάτικα
      γενική των οκτωβριάτικων των οκτωβριάτικων των οκτωβριάτικων
    αιτιατική τους οκτωβριάτικους τις οκτωβριάτικες τα οκτωβριάτικα
     κλητική οκτωβριάτικοι οκτωβριάτικες οκτωβριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οκτωβριάτικος < Οκτώβρι(ος) + -άτικος

Επίθετο

οκτωβριάτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.