γεναριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεναριάτικος | η | γεναριάτικη | το | γεναριάτικο |
| γενική | του | γεναριάτικου | της | γεναριάτικης | του | γεναριάτικου |
| αιτιατική | τον | γεναριάτικο | τη | γεναριάτικη | το | γεναριάτικο |
| κλητική | γεναριάτικε | γεναριάτικη | γεναριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεναριάτικοι | οι | γεναριάτικες | τα | γεναριάτικα |
| γενική | των | γεναριάτικων | των | γεναριάτικων | των | γεναριάτικων |
| αιτιατική | τους | γεναριάτικους | τις | γεναριάτικες | τα | γεναριάτικα |
| κλητική | γεναριάτικοι | γεναριάτικες | γεναριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.naˈɾʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐να‐ριά‐τι‐κος
Μεταφράσεις
γεναριάτικος
|
|
Αναφορές
- γεναριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.