γεναριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεναριάτικος η γεναριάτικη το γεναριάτικο
      γενική του γεναριάτικου της γεναριάτικης του γεναριάτικου
    αιτιατική τον γεναριάτικο τη γεναριάτικη το γεναριάτικο
     κλητική γεναριάτικε γεναριάτικη γεναριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεναριάτικοι οι γεναριάτικες τα γεναριάτικα
      γενική των γεναριάτικων των γεναριάτικων των γεναριάτικων
    αιτιατική τους γεναριάτικους τις γεναριάτικες τα γεναριάτικα
     κλητική γεναριάτικοι γεναριάτικες γεναριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεναριάτικος < Γενάρ(ης) + -ιάτικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.naˈɾʝa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεναριάτικος

Επίθετο

γεναριάτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.