φλεβαριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεβαριάτικος η φλεβαριάτικη το φλεβαριάτικο
      γενική του φλεβαριάτικου της φλεβαριάτικης του φλεβαριάτικου
    αιτιατική τον φλεβαριάτικο τη φλεβαριάτικη το φλεβαριάτικο
     κλητική φλεβαριάτικε φλεβαριάτικη φλεβαριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεβαριάτικοι οι φλεβαριάτικες τα φλεβαριάτικα
      γενική των φλεβαριάτικων των φλεβαριάτικων των φλεβαριάτικων
    αιτιατική τους φλεβαριάτικους τις φλεβαριάτικες τα φλεβαριάτικα
     κλητική φλεβαριάτικοι φλεβαριάτικες φλεβαριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλεβαριάτικος < Φλεβάρης + -άτικος

Επίθετο

φλεβαριάτικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.