ιουλιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιουλιανός η ιουλιανή το ιουλιανό
      γενική του ιουλιανού της ιουλιανής του ιουλιανού
    αιτιατική τον ιουλιανό την ιουλιανή το ιουλιανό
     κλητική ιουλιανέ ιουλιανή ιουλιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιουλιανοί οι ιουλιανές τα ιουλιανά
      γενική των ιουλιανών των ιουλιανών των ιουλιανών
    αιτιατική τους ιουλιανούς τις ιουλιανές τα ιουλιανά
     κλητική ιουλιανοί ιουλιανές ιουλιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιουλιανός < Ιούλ(ιος) + -ιανός

Επίθετο

ιουλιανός, -ή, -ό

  1. που γίνεται κατά τον Ιούλιο
  2. σχετικός με τον Ιούλιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.