ιουλιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιουλιανός | η | ιουλιανή | το | ιουλιανό |
| γενική | του | ιουλιανού | της | ιουλιανής | του | ιουλιανού |
| αιτιατική | τον | ιουλιανό | την | ιουλιανή | το | ιουλιανό |
| κλητική | ιουλιανέ | ιουλιανή | ιουλιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιουλιανοί | οι | ιουλιανές | τα | ιουλιανά |
| γενική | των | ιουλιανών | των | ιουλιανών | των | ιουλιανών |
| αιτιατική | τους | ιουλιανούς | τις | ιουλιανές | τα | ιουλιανά |
| κλητική | ιουλιανοί | ιουλιανές | ιουλιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.