νοεμβριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νοεμβριάτικος | η | νοεμβριάτικη | το | νοεμβριάτικο |
| γενική | του | νοεμβριάτικου | της | νοεμβριάτικης | του | νοεμβριάτικου |
| αιτιατική | τον | νοεμβριάτικο | τη | νοεμβριάτικη | το | νοεμβριάτικο |
| κλητική | νοεμβριάτικε | νοεμβριάτικη | νοεμβριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νοεμβριάτικοι | οι | νοεμβριάτικες | τα | νοεμβριάτικα |
| γενική | των | νοεμβριάτικων | των | νοεμβριάτικων | των | νοεμβριάτικων |
| αιτιατική | τους | νοεμβριάτικους | τις | νοεμβριάτικες | τα | νοεμβριάτικα |
| κλητική | νοεμβριάτικοι | νοεμβριάτικες | νοεμβριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νοεμβριάτικος < Νοέμβρι(ος) + -άτικος
Μεταφράσεις
νοεμβριάτικος
|
→ δείτε τη λέξη νοεμβριανός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.