Μάης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μάης οι Μάηδες
      γενική του Μάη των Μάηδων
    αιτιατική τον Μάη τους Μάηδες
     κλητική Μάη Μάηδες
Και γενική ενικού: Μαγιού
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μάης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μάης με αποβολή του /ο/ και μετάπλαση κατά τα αρσενικά σε -ης[1]. Δείτε και μαγιάτικος, Μαγιού

Κύριο όνομα

Μάης αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του Μάιος
      Σκορπίσανε ο φίλοι μου, / οι Μάηδες, οι ήλιοι μου (Από το τραγούδι σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική Γιάννη Σπανού)
  2. (στον πληθυντικό Μάηδες) πηλιορείτικο χορευτικό και μιμητικό έθιμο
      Οι «Μάηδες» της Μακρινίτσας γιορτάζουν 50 χρόνια, ως χορευτικό έθιμο, την Παρασκευή 29 Αυγούστου στο «μπαλκόνι του Πηλίου» (Εφημερίδα Καθημερινή, 27/8/2008)

Εκφράσεις

  • Μάιος (και για τις μεταφράσεις)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.