σεπτεμβριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεπτεμβριάτικος η σεπτεμβριάτικη το σεπτεμβριάτικο
      γενική του σεπτεμβριάτικου της σεπτεμβριάτικης του σεπτεμβριάτικου
    αιτιατική τον σεπτεμβριάτικο τη σεπτεμβριάτικη το σεπτεμβριάτικο
     κλητική σεπτεμβριάτικε σεπτεμβριάτικη σεπτεμβριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεπτεμβριάτικοι οι σεπτεμβριάτικες τα σεπτεμβριάτικα
      γενική των σεπτεμβριάτικων των σεπτεμβριάτικων των σεπτεμβριάτικων
    αιτιατική τους σεπτεμβριάτικους τις σεπτεμβριάτικες τα σεπτεμβριάτικα
     κλητική σεπτεμβριάτικοι σεπτεμβριάτικες σεπτεμβριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεπτεμβριάτικος < Σεπτέμβρι(ος) + -άτικος

Επίθετο

σεπτεμβριάτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.