μαρτιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρτιάτικος η μαρτιάτικη το μαρτιάτικο
      γενική του μαρτιάτικου της μαρτιάτικης του μαρτιάτικου
    αιτιατική τον μαρτιάτικο τη μαρτιάτικη το μαρτιάτικο
     κλητική μαρτιάτικε μαρτιάτικη μαρτιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρτιάτικοι οι μαρτιάτικες τα μαρτιάτικα
      γενική των μαρτιάτικων των μαρτιάτικων των μαρτιάτικων
    αιτιατική τους μαρτιάτικους τις μαρτιάτικες τα μαρτιάτικα
     κλητική μαρτιάτικοι μαρτιάτικες μαρτιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαρτιάτικος < Μάρτι(ος) + -άτικος

Επίθετο

μαρτιάτικος, -η, -ο

  1. που γίνεται κατά το Μάρτιο
  2. σχετικός με το Μάρτιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.