οκτωβριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκτωβριανός η οκτωβριανή το οκτωβριανό
      γενική του οκτωβριανού της οκτωβριανής του οκτωβριανού
    αιτιατική τον οκτωβριανό την οκτωβριανή το οκτωβριανό
     κλητική οκτωβριανέ οκτωβριανή οκτωβριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκτωβριανοί οι οκτωβριανές τα οκτωβριανά
      γενική των οκτωβριανών των οκτωβριανών των οκτωβριανών
    αιτιατική τους οκτωβριανούς τις οκτωβριανές τα οκτωβριανά
     κλητική οκτωβριανοί οκτωβριανές οκτωβριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οκτωβριανός < Οκτώβρι(ος) + -ανός

Επίθετο

οκτωβριανός, -ή, -ό

  1. που συμβαίνει κατά το μήνα Οκτώβριο
    η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία έφερε στην εξουσία τους μπολσεβίκους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.