Μαγιού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μαγιού < γενική ενικού του Μάης. Δείτε μαγιάτικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝu/
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Μαγιού αρσενικό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) γενική ενικού του Μάης
- ※ Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω (Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.