πρωτομαγιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτομαγιάτικος | η | πρωτομαγιάτικη | το | πρωτομαγιάτικο |
| γενική | του | πρωτομαγιάτικου | της | πρωτομαγιάτικης | του | πρωτομαγιάτικου |
| αιτιατική | τον | πρωτομαγιάτικο | την | πρωτομαγιάτικη | το | πρωτομαγιάτικο |
| κλητική | πρωτομαγιάτικε | πρωτομαγιάτικη | πρωτομαγιάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτομαγιάτικοι | οι | πρωτομαγιάτικες | τα | πρωτομαγιάτικα |
| γενική | των | πρωτομαγιάτικων | των | πρωτομαγιάτικων | των | πρωτομαγιάτικων |
| αιτιατική | τους | πρωτομαγιάτικους | τις | πρωτομαγιάτικες | τα | πρωτομαγιάτικα |
| κλητική | πρωτομαγιάτικοι | πρωτομαγιάτικες | πρωτομαγιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτομαγιάτικος < Πρωτομαγιά + -άτικος < πρώτος + Μάιος < ελληνιστική κοινή Μάιος < λατινική Maius < Maia < αρχαία ελληνική Μαῖα (αντιδάνειο) < μαῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.to.ma.ˈʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρω‐το‐μα‐γιά‐τι‐κος
Επίθετο
πρωτομαγιάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Πρωτομαγιά, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά της
- ※ Η προέλευση της Εργατικής Πρωτομαγιάς εντοπίζεται στα εργατικά και συνδικαλιστικά κινήματα στα τέλη του 19ου αιώνα. (…) Το 1892 έγινε η πρώτη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στο νεοελληνικό κράτος, από τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Σταύρου Καλλέργη, ενός εκ των πρωτοπόρων του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. (https://www.naftemporiki.gr, 01.05.2022)
Συγγενικά
- πρωτομαγιάτικα
- → δείτε τις λέξεις Πρωτομαγιά, πρώτος και Μάιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.