πρωτομαγιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτομαγιάτικος η πρωτομαγιάτικη το πρωτομαγιάτικο
      γενική του πρωτομαγιάτικου της πρωτομαγιάτικης του πρωτομαγιάτικου
    αιτιατική τον πρωτομαγιάτικο την πρωτομαγιάτικη το πρωτομαγιάτικο
     κλητική πρωτομαγιάτικε πρωτομαγιάτικη πρωτομαγιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτομαγιάτικοι οι πρωτομαγιάτικες τα πρωτομαγιάτικα
      γενική των πρωτομαγιάτικων των πρωτομαγιάτικων των πρωτομαγιάτικων
    αιτιατική τους πρωτομαγιάτικους τις πρωτομαγιάτικες τα πρωτομαγιάτικα
     κλητική πρωτομαγιάτικοι πρωτομαγιάτικες πρωτομαγιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτομαγιάτικος < Πρωτομαγιά + -άτικος < πρώτος + Μάιος < ελληνιστική κοινή Μάιος < λατινική Maius < Maia < αρχαία ελληνική Μαῖα (αντιδάνειο) < μαῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.to.ma.ˈʝa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρωτομαγιάτικος

Επίθετο

πρωτομαγιάτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.