μελοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελοποιός οι μελοποιοί
      γενική του μελοποιού των μελοποιών
    αιτιατική τον μελοποιό τους μελοποιούς
     κλητική μελοποιέ μελοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελοποιός < ελληνιστική κοινή μελοποιός, μορφολογικά αναλύεται μέλ(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

μελοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

μελοποιός < μέλ(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

μελοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) συνθέτης τραγουδιών, ποιητής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.