μελοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μελοποιός | οι | μελοποιοί |
| γενική | του | μελοποιού | των | μελοποιών |
| αιτιατική | τον | μελοποιό | τους | μελοποιούς |
| κλητική | μελοποιέ | μελοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελοποιός < ελληνιστική κοινή μελοποιός, μορφολογικά αναλύεται μέλ(ος) + -ο- + -ποιός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μελοποιός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
μελοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) συνθέτης τραγουδιών, ποιητής
Πηγές
- μελοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.