μελόδραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελόδραμα | τα | μελοδράματα |
| γενική | του | μελοδράματος | των | μελοδραμάτων |
| αιτιατική | το | μελόδραμα | τα | μελοδράματα |
| κλητική | μελόδραμα | μελοδράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελόδραμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mélodrame < mélo- + drame < αρχαία ελληνική μέλος + δρᾶμα (< δράω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈlo.ðɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λό‐δρα‐μα
Ουσιαστικό
μελόδραμα ουδέτερο
- (μουσική, θέατρο) η όπερα
- (κατ’ επέκταση) το «θέατρο» που παίζει κάποιος, η ψεύτικη και προσποιητή συμπεριφορά και αντίδραση σε κάτι
Συγγενικά
- αντιμελοδραματικά
- αντιμελοδραματικός
- μελοδραματικά
- μελοδραματικός
- μελοδραματισμός
- μελοδραματοποιώ
- → δείτε τις λέξεις μέλος, δράμα και ποιώ
-
μελόδραμα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.