άκρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άκρο τα άκρα
      γενική του άκρου των άκρων
    αιτιατική το άκρο τα άκρα
     κλητική άκρο άκρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άκρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκρον[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του: ἄκρος < από κοινή ρίζα -ακ- με "αἰχμή" κ.α. λέξεις που σημαίνουν προεξοχή

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.kɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκρο

Ουσιαστικό

άκρο ουδέτερο

  1. το τελευταίο σημείο, το έσχατο σημείο
    μη με οδηγείς στα άκρα (σε σημείο που υπερβαίνει τα όρια της υπομονής μου)
  2. ένα από τα τέσσερα ακραία μέλη του σώματος, δηλαδή τα χέρια ή τα πόδια
    τραυματίσθηκε σοβαρά στα κάτω άκρα
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) η υπερβολή, το εξωπραγματικό, το ακραίο σημείο
    Ο Κώστας είναι τύπος των άκρων, θα μας δημιουργήσει πρόβλημα (έχει ακραίες επιλογές ή συμπεριφορές)

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • η χρήση του στον ενικό σαν ακραίο σημείο σήμερα έχει σχεδόν αντικατασταθεί από το άκρη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.