άκρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άκρο | τα | άκρα |
| γενική | του | άκρου | των | άκρων |
| αιτιατική | το | άκρο | τα | άκρα |
| κλητική | άκρο | άκρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άκρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκρον[1] < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του: ἄκρος < από κοινή ρίζα -ακ- με "αἰχμή" κ.α. λέξεις που σημαίνουν προεξοχή
- για την υπερβολή < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική extrémités (στον πληθυντικό)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.kɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κρο
Ουσιαστικό
άκρο ουδέτερο
- το τελευταίο σημείο, το έσχατο σημείο
- ↪ μη με οδηγείς στα άκρα (σε σημείο που υπερβαίνει τα όρια της υπομονής μου)
- ένα από τα τέσσερα ακραία μέλη του σώματος, δηλαδή τα χέρια ή τα πόδια
- ↪ τραυματίσθηκε σοβαρά στα κάτω άκρα
- (συνήθως στον πληθυντικό) η υπερβολή, το εξωπραγματικό, το ακραίο σημείο
- ↪ Ο Κώστας είναι τύπος των άκρων, θα μας δημιουργήσει πρόβλημα (έχει ακραίες επιλογές ή συμπεριφορές)
Σημειώσεις
- η χρήση του στον ενικό σαν ακραίο σημείο σήμερα έχει σχεδόν αντικατασταθεί από το άκρη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- άκρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.