μελοδραματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μελοδραματοποιώ < μελοδραματικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mélodramatiser)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μελοδραματοποιώ | μελοδραματοποιούσα | θα μελοδραματοποιώ | να μελοδραματοποιώ | μελοδραματοποιώντας | |
| β' ενικ. | μελοδραματοποιείς | μελοδραματοποιούσες | θα μελοδραματοποιείς | να μελοδραματοποιείς | (μελοδραματοποίει) | |
| γ' ενικ. | μελοδραματοποιεί | μελοδραματοποιούσε | θα μελοδραματοποιεί | να μελοδραματοποιεί | ||
| α' πληθ. | μελοδραματοποιούμε | μελοδραματοποιούσαμε | θα μελοδραματοποιούμε | να μελοδραματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | μελοδραματοποιείτε | μελοδραματοποιούσατε | θα μελοδραματοποιείτε | να μελοδραματοποιείτε | μελοδραματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | μελοδραματοποιούν(ε) | μελοδραματοποιούσαν(ε) | θα μελοδραματοποιούν(ε) | να μελοδραματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μελοδραματοποίησα | θα μελοδραματοποιήσω | να μελοδραματοποιήσω | μελοδραματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | μελοδραματοποίησες | θα μελοδραματοποιήσεις | να μελοδραματοποιήσεις | μελοδραματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | μελοδραματοποίησε | θα μελοδραματοποιήσει | να μελοδραματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | μελοδραματοποιήσαμε | θα μελοδραματοποιήσουμε | να μελοδραματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | μελοδραματοποιήσατε | θα μελοδραματοποιήσετε | να μελοδραματοποιήσετε | μελοδραματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | μελοδραματοποίησαν μελοδραματοποιήσαν(ε) |
θα μελοδραματοποιήσουν(ε) | να μελοδραματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μελοδραματοποιήσει | είχα μελοδραματοποιήσει | θα έχω μελοδραματοποιήσει | να έχω μελοδραματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μελοδραματοποιήσει | είχες μελοδραματοποιήσει | θα έχεις μελοδραματοποιήσει | να έχεις μελοδραματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μελοδραματοποιήσει | είχε μελοδραματοποιήσει | θα έχει μελοδραματοποιήσει | να έχει μελοδραματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μελοδραματοποιήσει | είχαμε μελοδραματοποιήσει | θα έχουμε μελοδραματοποιήσει | να έχουμε μελοδραματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μελοδραματοποιήσει | είχατε μελοδραματοποιήσει | θα έχετε μελοδραματοποιήσει | να έχετε μελοδραματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μελοδραματοποιήσει | είχαν μελοδραματοποιήσει | θα έχουν μελοδραματοποιήσει | να έχουν μελοδραματοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.