μελοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελοποίηση οι μελοποιήσεις
      γενική της μελοποίησης* των μελοποιήσεων
    αιτιατική τη μελοποίηση τις μελοποιήσεις
     κλητική μελοποίηση μελοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μελοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελοποίηση < μελοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

μελοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.