μεγεθυντής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεγεθυντής | οι | μεγεθυντές |
| γενική | του | μεγεθυντή | των | μεγεθυντών |
| αιτιατική | τον | μεγεθυντή | τους | μεγεθυντές |
| κλητική | μεγεθυντή | μεγεθυντές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεγεθυντής < μεγεθύνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) magnifier)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεγεθύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.