μεγεθύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεγεθύνω < (ελληνιστική κοινή) μεγεθύνω < αρχαία ελληνική μέγεθος

Ρήμα

μεγεθύνω

  1. μεγαλώνω τις διαστάσεις μιας εικόνας με ειδικό φακό ώστε να μπορώ να δω λεπτομέρειες
  2. μεγαλώνω μια εικόνα ή φωτογραφία με ψηφιακά μέσα για καλλιτεχνικούς ή πρακτικούς σκοπούς
  3. μεγαλώνω ένα αντικείμενο κάνοντας αντίγραφό του σε μεγαλύτερες διαστάσεις
  4. δίνω σε ένα πρόβλημα ή σε ένα κατόρθωμα μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που έχει, το μεγαλοποιώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.