μεγεθυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγεθυντικός η μεγεθυντική το μεγεθυντικό
      γενική του μεγεθυντικού της μεγεθυντικής του μεγεθυντικού
    αιτιατική τον μεγεθυντικό τη μεγεθυντική το μεγεθυντικό
     κλητική μεγεθυντικέ μεγεθυντική μεγεθυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγεθυντικοί οι μεγεθυντικές τα μεγεθυντικά
      γενική των μεγεθυντικών των μεγεθυντικών των μεγεθυντικών
    αιτιατική τους μεγεθυντικούς τις μεγεθυντικές τα μεγεθυντικά
     κλητική μεγεθυντικοί μεγεθυντικές μεγεθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεγεθυντικός < μεγεθύνω

Επίθετο

μεγεθυντικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.