υπερμεγέθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | υπερμεγέθης | το | υπερμέγεθες | ||
| γενική | του/της | υπερμεγέθους* | του | υπερμεγέθους | ||
| αιτιατική | τον/την | υπερμεγέθη | το | υπερμέγεθες | ||
| κλητική | υπερμεγέθη | υπερμέγεθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | υπερμεγέθεις | τα | υπερμεγέθη | ||
| γενική | των | υπερμεγέθων | των | υπερμεγέθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | υπερμεγέθεις | τα | υπερμεγέθη | ||
| κλητική | υπερμεγέθεις | υπερμεγέθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερμεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερμεγέθης < ὑπέρ (υπερ-) + μέγεθ(ος) + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.meˈʝe.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐με‐γέ‐θης
- ομόηχο: υπερμεγέθεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.