ευμεγέθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ευμεγέθης | το | ευμέγεθες | ||
| γενική | του/της | ευμεγέθους* | του | ευμεγέθους | ||
| αιτιατική | τον/την | ευμεγέθη | το | ευμέγεθες | ||
| κλητική | ευμεγέθη | ευμέγεθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ευμεγέθεις | τα | ευμεγέθη | ||
| γενική | των | ευμεγέθων | των | ευμεγέθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ευμεγέθεις | τα | ευμεγέθη | ||
| κλητική | ευμεγέθεις | ευμεγέθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευμεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμεγέθης < εὖ (ευ-) + μέγεθ(ος) + -ης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ev.meˈʝe.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐με‐γέ‐θης
- ομόηχο: ευμεγέθεις
Μεταφράσεις
ευμεγέθης
|
|
Πηγές
- ευμεγέθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.