ευμεγέθης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ευμεγέθης το ευμέγεθες
      γενική του/της ευμεγέθους* του ευμεγέθους
    αιτιατική τον/την ευμεγέθη το ευμέγεθες
     κλητική ευμεγέθη ευμέγεθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμεγέθεις τα ευμεγέθη
      γενική των ευμεγέθων των ευμεγέθων
    αιτιατική τους/τις ευμεγέθεις τα ευμεγέθη
     κλητική ευμεγέθεις ευμεγέθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευμεγέθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμεγέθης < εὖ (ευ-) + μέγεθ(ος) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /ev.meˈʝe.θis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευμεγέθης
ομόηχο: ευμεγέθεις

Επίθετο

ευμεγέθης, -ης, ευμέγεθες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.